φυλλικόν

φυλλικόν
φυλλικός
of a leaf
masc acc sg
φυλλικός
of a leaf
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυλλικός — ή, ό / φυλλικός, ή, όν, ΝΑ [φύλλον] νεοελλ. φρ. «φυλλικό οξύ» (βιοχ.) άλλη ονομασία τού φολικού οξέος αρχ. 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλλωμα («βλάστησις φυλλική», Θεόφρ.) 2. όμοιος με φύλλο («φυλλικὸν σφαιρίον») 3. (το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”